- καταργυρώ
- καταργυρῶ, -όω (Α) [κατάργυρος]1. καλύπτω με άργυρο, επαργυρώνω («τὴν ἔνδοθεν ἐπιφάνειαν κατηργυρωμένην», Διόδ.)2. αγοράζω ή δωροδοκώ με αργύριο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αργυρώνω — (AM ἀργυρῶ όω) επαργυρώνω αρχ. ( ούμαι) (για πρόσωπα) ανταμείβομαι με άργυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος. ΠΑΡ. αργύρωμα. ΣΥΝΘ. εξαργυρώνω ( ώ), επαργυρώνω ( ώ) αρχ. διαργυρώ, εναργυρώ, καταργυρώ, υπαργυρώ αρχ. μσν. περιαργυρώ νεοελλ. επαργυρώνω] … Dictionary of Greek